Τζέιν Γκούντολ: Η ζωή της γυναίκας που αγάπησε και μελέτησε τους χιμπαντζήδες

Τζέιν Γκούντολ: Η σπουδαία διαδρομή της Αγγλίδας πρωτευοντολόγου και ανθρωπολόγου, από τα νεανικά χρόνια μέχρι τον ακτιβισμό των μέσων της δεκαετίας του 1980
Την πρώτη μέρα του Οκτωβρίου 2025, στα 91 της χρόνια, η Τζέιν Γκούντολ άφησε την τελευταία της πνοή σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Λος Άντζελες. Η ηλικιωμένη αλλά δραστήρια πρεσβευτής της άγριας ζωής βρισκόταν στην Καλιφόρνια, σε μία ακόμη στάση μιας ατελείωτης περιοδείας ομιλιών, όταν – όπως ανακοίνωσε το Ινστιτούτο που η ίδια ίδρυσε – έφυγε ήσυχα από φυσικά αίτια. Για μια γυναίκα που έκανε την επιστήμη της συμπεριφοράς των χιμπαντζήδων πρωτοσέλιδο και που έφερε τον όρο «εργαλείο» στα χέρια ενός ζώου με γκρίζα γένια (Greybeard), ο θάνατός της ήταν το τέλος μιας εποχής. Όμως η ίδια πιθανότατα θα προτιμούσε να μιλάμε για τη συνέχεια της δουλειάς της παρά για το τέλος της ζωής της.
(Ο γερο-χιμπαντζής που άνοιγε τις τερμιτοφωλιές πήρε από τη Τζέιν το όνομα «Ντέιβιντ Γκρέιμπιρντ» επειδή είχε κατάλευκη γενειάδα: του έδωσε το συγκεκριμένο όνομα βλέποντάς τον να πλησιάζει το στρατόπεδό της, με το ολόασπρο πιγούνι του. Η απόφαση να βαφτίσει με «όνομα» ένα ζώο πήγαινε ενάντια στην εθολογία, την κλασική δεοντολογία που ήθελε τους ερευνητές να αναφέρονται σε αριθμούς, όμως ο συγκεκριμένος αρσενικός ήταν τόσο επιβλητικός που η σχέση του μαζί της έπεισε και την υπόλοιπη ομάδα της να την ανεχτεί. Ο ίδιος χιμπαντζής της χάρισε και την πρώτη μεγάλη ανακάλυψή της: τον παρατήρησε να βάζει χόρτα και κλαδάκια μέσα σε τερμιτόλοφους για να ψαρεύει τερμίτες και να τους τρώει. Η νεαρή ερευνήτρια έστειλε τηλεγράφημα στον Δόκτορα Λούις Λίκι με την είδηση. Ο Λίκι ήταν Κενυάτης αρχαιολόγος και ανθρωπολόγος, μέλος της διάσημης οικογένειας Λίκι που μελέτησε τη μετάβαση από τους αρχαίους πιθήκους στον άνθρωπο. Ενθουσιασμένος λοιπόν εκείνος της απάντησε ότι τώρα πια πρέπει να αναθεωρήσουμε τι σημαίνει εργαλείο και τι σημαίνει άνθρωπος – ή να δεχθούμε ότι οι χιμπαντζήδες είναι «ανθρώπινοι»).

Αναζητώντας την Τζέιν Γκούντολ
Ομολογώ με μια κρυφή ντροπή πως, όταν διάβασα την είδηση για τον θάνατο της Τζέιν Γκούντολ, χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα και λίγο Google για να ξαναθυμηθώ ποια ήταν. Σε έναν κόσμο όπου καθημερινά κατακλυζόμαστε από ονόματα και πληροφορίες, ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται ξεχασμένοι σε κάποιο ράφι του νου – σιωπηλοί υπηρέτες μιας ιστορίας που θεωρούμε δεδομένη. Η Γκούντολ υπήρξε τέτοια φιγούρα: μια Αγγλίδα με ένα σημειωματάριο και ένα ζευγάρι κιάλια που επέλεξε να ζήσει δίπλα σε χιμπαντζήδες και να τους βαφτίζει με ονόματα, να κλαίει για τις απώλειές τους και να δίνει φωνή στην άγρια φύση. Αυτή η ανεπιτήδευτη ζωή, μακριά από τη δημοσιότητα του Twitter, είναι ίσως ο λόγος που το όνομά της μπορεί να σκονίστηκε στη βιβλιοθήκη της μνήμης μας (μου).
Με αφορμή λοιπόν αυτόν τον θάνατο, ας ξεφυλλίσουμε την περιπετειώδη διαδρομή της Τζέιν Γκούντολ. Από το μικρό κορίτσι που διάβαζε Ταρζάν και Δόκτορα Ντουλίτλ στην προκυμαία του Μπόρνμουθ, μέχρι τη γυναίκα που αφιέρωσε κάθε ανάσα της στη μελέτη και την προστασία των χιμπαντζήδων, η ιστορία της είναι ένα χάρτινο μυθιστόρημα που περιμένει να ζωντανέψει ξανά.


Τι είναι η πρωτευοντολογία;
Το Γκόμπε είναι ονομασία που αναφέρεται στο Εθνικό Πάρκο «Γκόμπε Στριμ» στη δυτική Τανζανία, στις απόκρημνες ακτές της λίμνης Τανγκανίκα. Το πάρκο είναι προσβάσιμο μόνο με πλοιάριο και είναι παγκοσμίως γνωστό επειδή εκεί πραγματοποίησε η Τζέιν Γκούντολ τις πρωτοποριακές έρευνές της στους χιμπαντζήδες. Η Γκούντολ πήγε στο Γκόμπε το 1960 χωρίς ακαδημαϊκή κατάρτιση και άλλαξε την «πρωτευοντολογία» (primatology), που είναι το επιστημονικό πεδίο που μελετά τους πρωτεύοντες θηλαστικούς οργανισμούς: παρατήρησε ότι οι χιμπαντζήδες κατασκευάζουν εργαλεία, κυνηγούν κρέας και έχουν περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις και συναισθήματα. Δίνοντάς τους ονόματα ανέδειξε προσωπικότητες και ανάγκασε την επιστήμη να επανεξετάσει τι σημαίνει ανθρώπινο. Ως γυναίκα σε ανδροκρατούμενο χώρο, άνοιξε δρόμο σε άλλες επιστήμονες. Ίδρυσε το Jane Goodall Institute και το Roots & Shoots, μετατρέποντας τη φήμη της σε παγκόσμιο κίνημα για τη διατήρηση και τα δικαιώματα των ζώων. Το έργο της ενέπνευσε γενιές νέων και γυναίκες να ακολουθήσουν καριέρες στις επιστήμες και την οικολογία.
Τα πρώτα χρόνια: σαλιγκάρια, κάμπιες, σαύρες, καναρίνια
Γεννημένη στο Λονδίνο στις 3 Απριλίου 1934, η Βάλερι Τζέιν Μόρις-Γκούντολ μεγάλωσε αρχικά σε μια εύπορη οικογένεια με πατέρα ραλίστα και μητέρα συγγραφέα, αλλά τα παιδικά της χρόνια σφραγίστηκαν από τον πόλεμο και τις μετακομίσεις. Με τον πατέρα της να υπηρετεί στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και, λίγο αργότερα, να χωρίζει από τη μητέρα της, η μικρή Τζέιν μεταφέρθηκε με την μητέρα, την αδελφή, τη γιαγιά και δύο θείες στο Μπόρνμουθ, σε μια παλιά βικτοριανή κατοικία με κήπο. Εκεί, ανάμεσα σε γυναίκες που ενθάρρυναν την πνευματική της περιέργεια, ανέπτυξε μια σχεδόν εμμονική αγάπη για τα ζώα: κρατούσε σαλιγκάρια, κάμπιες, σαύρες, καναρίνια και ένα χελωνάκι, περνούσε ώρες παρατηρώντας πουλιά και κατέγραφε συμπεριφορές στο τετράδιό της. Ο πατέρας της της χάρισε για τα πρώτα της γενέθλια έναν λούτρινο χιμπαντζή, τον οποίο ονόμασε Τζούμπιλι· η ιδιαίτερη αυτή κούκλα – που οι φίλες της μητέρας της θεωρούσαν τρομακτική – πυροδότησε ακόμη περισσότερο την αγάπη της για τα πρωτεύοντα θηλαστικά και παρέμενε στο κομοδίνο της μέχρι την τελευταία της μέρα. Η μικρή Τζέιν διάβαζε λαίμαργα βιβλία όπως το «Δόκτωρ Ντούλιτλ», το «Ταρζάν» και το «Βιβλίο της Ζούγκλας», ονειρευόμενη μια μέρα να ταξιδέψει στην Αφρική για να ζήσει ανάμεσα στα ζώα.

Η παιδική της περιέργεια δεν περιοριζόταν σε φανταστικούς κόσμους. Σε ηλικία πέντε ετών χάθηκε για ώρες στο κοτέτσι της οικογένειας, παρακολουθώντας με επιμονή τις κότες να γεννούν αυγά, ενώ οι συγγενείς της την αναζητούσαν πανικόβλητοι. Στα εφηβικά της χρόνια, παρότι απεχθανόταν τη σχολική ρουτίνα, αρίστευσε στα αγαπημένα της μαθήματα, τη βιολογία και τα αγγλικά, κερδίζοντας μάλιστα δύο βραβεία σε σχολικούς διαγωνισμούς έκθεσης. Μετά το σχολείο, ακολούθησε τη μητρική παρότρυνση και φοίτησε στο Βασιλικό Κολλέγιο Γραμματειακών Σπουδών στο Λονδίνο. Με το πτυχίο της εργάστηκε ως γραμματέας σε ένα κινηματογραφικό γραφείο και ως σερβιτόρα, εξοικονομώντας χρήματα για το μεγάλο της όνειρο.
Η ευκαιρία ήρθε το 1957, όταν μια παιδική φίλη της, η Κλο, την προσκάλεσε στο αγρόκτημα της οικογένειάς της στη Βρετανική Κένυα. Η 23χρονη Τζέιν ταξίδεψε με πλοίο στην Αφρική και σύντομα βρήκε δουλειά στο Ναϊρόμπι, όπου παρουσιάστηκε στον Λούις Λίκι, τότε επιμελητή του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κόριντον. Ο Λίκι, διάσημος παλαιοανθρωπολόγος, αναζητούσε κάποιον με «ακατάστατο και ανεπηρέαστο από θεωρίες» μυαλό για να μελετήσει τους χιμπαντζήδες στη φύση και διέκρινε στην άπειρη αλλά παθιασμένη νεαρή Αγγλίδα την ιδανική υποψήφια. Την προσέλαβε αρχικά ως γραμματέα και βοηθό, τη συνόδευσε στο Ολντουβάι Γκόρτζι και, με την έγκριση της συζύγου του Μέρι, την έστειλε να εκπαιδευτεί στη συμπεριφορά και την ανατομία των πρωτευόντων θηλαστικών πριν αναλάβει την αποστολή στο Γκόμπε. Παρά τις επικρίσεις συναδέλφων του που θεωρούσαν αδιανόητο να ζήσει μια νεαρή γυναίκα μόνη στην αφρικανική ζούγκλα, ο Λίκι βοήθησε την Τζέιν να συγκεντρώσει χρηματοδότηση και την έπεισε να συνεχίσει τις σπουδές της· χάρη σε εκείνον έγινε μία από τις πρώτες φοιτήτριες που έγιναν δεκτές στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ για διδακτορικό χωρίς προηγούμενο πτυχίο.
Το καλοκαίρι του 1960, στα 26 της, η Τζέιν Γκούντολ και η μητέρα της αποβιβάστηκαν στη Γκόμπε, ανοίγοντας το κεφάλαιο που θα άλλαζε για πάντα την κατανόησή μας για τους χιμπαντζήδες και, κατ’ επέκταση, για τον άνθρωπο.

Η πρώτη γνωριμία της Τζέιν Γκούντολ με τους χιμπαντζήδες
Τον Ιούλιο του 1960, η 26χρονη Τζέιν Γκούντολ αποβιβάστηκε με μια μικρή βάρκα στις απότομες ακτές της λίμνης Τανγκανίκα, κουβαλώντας κυριολεκτικά ένα τετράδιο, ένα ζευγάρι κιάλια και μια παιδική εμμονή με τα ζώα. Μαζί της είχε τη μητέρα της – οι αποικιακές αρχές δεν επέτρεπαν σε μια νεαρή Αγγλίδα να ζήσει μόνη στην άγρια φύση – και έναν μάγειρα. Ο εμφύλιος πόλεμος στο γειτονικό Κονγκό είχε γεμίσει την περιοχή πρόσφυγες και για εβδομάδες η μικρή ομάδα έμεινε εγκλωβισμένη σ’ ένα στρατόπεδο φυλακής, μέχρι να κριθεί ασφαλές να ταξιδέψουν ως το ερευνητικό σημείο. «Κοιτάζοντας από τη λίμνη προς το δάσος, ακούγοντας τα ουρλιαχτά των χιμπαντζήδων, μυρίζοντας τα φυτά, ένιωθα ότι ζούσα κάτι εξωπραγματικό», θυμόταν η Τζέιν αργότερα.

Το πρώτο στρατόπεδο στο Γκόμπε ήταν κάθε άλλο παρά επιστημονική εγκατάσταση· μια σειρά από αντίσκηνα και πρόχειρες καλύβες πλάι στο ρέμα Κάκαομπε. Οι χιμπαντζήδες, άγνωστοι στον άνθρωπο μέχρι τότε, έτρεχαν μακριά μόλις την αντιλαμβάνονταν. Για μήνες δεν μπορούσε να πλησιάσει περισσότερο από 500 μέτρα, κι έτσι η καθημερινότητα γέμιζε με αργές βόλτες στο δάσος, σημειώσεις και το αναπόφευκτο αίσθημα αποτυχίας. Η Γκούντολ αποφάσισε να αλλάξει τακτική: εμφανιζόταν κάθε πρωί στο ίδιο σημείο της ρεματιάς, παρατηρούσε σιωπηλά και, όταν επιτέλους ένας αρσενικός με γκρίζα γένια τόλμησε να πλησιάσει, του πρόσφερε ένα κομμάτι μπανάνα. Τον ονόμασε Ντέιβιντ Γκρέιμπιρντ, για την λευκή γενειάδα του και μέσω αυτού κέρδισε την εμπιστοσύνη της υπόλοιπης ομάδας. Χρειάστηκαν δύο χρόνια μέχρι να σταματήσουν τα ζώα να τη φοβούνται και να την αφήσουν να τα παρακολουθεί σχεδόν ως μέλος της ομάδας, μιμούμενη τη στάση τους, τρώγοντας τα φρούτα τους και ανεβαίνοντας κι εκείνη στα δέντρα μαζί τους.
Η μέθοδος της ήταν ριζοσπαστική. Σε μια εποχή όπου οι ερευνητές έδιναν στα ζώα αριθμούς για να αποφύγουν την «ανθρωποποίηση», εκείνη αποφάσισε να τους δώσει ονόματα: Φλο, Φίφι, Φλιντ, Μίσερ ΜακΓκρέγκορ… Σαν να ήταν ακόμα στον κήπο του πατρικού της και έπαιζε με τις κούκλες της. Οι συνάδελφοί της θεώρησαν την ονοματοδοσία και την αναφορά σε «προσωπικότητες» ζώων σχεδόν ύβριν, αλλά η Γκούντολ πίστευε ότι η ενσυναίσθηση είναι αναπόσπαστο εργαλείο για να κατανοήσει κανείς τις λεπτές αλλαγές διάθεσης και σχέσεων. Η μακρόχρονη παρατήρηση, το να ζει κανείς δίπλα στα ζώα αντί να τα βλέπει σαν αντικείμενα, ήταν η ρήξη που θα άλλαζε την πρωτευοντολογία: από τα πρώτα της βήματα στο Γκόμπε, η Γκούντολ μετατράπηκε από έναν δειλό επισκέπτη σε συνοδοιπόρο των χιμπαντζήδων, ανοίγοντας τον δρόμο για όσα θα ακολουθούσαν.
Ο χιμπαντζής Greybeard, ο Ολλανδός φωτογράφος και ο μικρός Grub
Οι πρώτες εβδομάδες της Γκούντολ στο Γκόμπε κύλησαν σε απόλυτη σιωπή – μέχρι τη στιγμή που ένας αρσενικός με λευκή γενειάδα την πλησίασε. Η νεαρή ερευνήτρια τον δέλεασε με μια μπανάνα και τον ονόμασε Ντέιβιντ Γκρέιμπιρντ. Με την παρουσία του ως μεσάζοντα, η αποικία άρχισε να την εμπιστεύεται. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Γκρέιμπιρντ άνοιξε μια τερμιτοφωλιά με ένα λεπτό χορτάρι για να ψαρέψει τερμίτες – την πρώτη τεκμηριωμένη χρήση εργαλείου από μη ανθρώπινο ζώο. Ο Λούις Λίκι έγραψε τότε το περίφημο «Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τον άνθρωπο, ή να δεχτούμε τους χιμπαντζήδες ως ανθρώπους». Η Γκούντολ, που διατηρούσε ημερολόγια υπό το φως της λάμπας και έκλεινε κάθε μέρα με σημειώσεις, ένιωθε ότι η ανακάλυψη αυτή δικαίωνε την επίμονη, υπομονετική της μέθοδο. Καθώς ο φακός της εστίαζε στις λεπτομέρειες των κινήσεων του Γκρέιμπιρντ, η προσωπική της ζωή άλλαζε: ο Ολλανδός φωτογράφος Χιούγκο βαν Λάουικ έφθασε στο Γκόμπε το 1962 για να την κινηματογραφήσει, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν δύο χρόνια αργότερα. Μαζί απέκτησαν έναν γιο, τον Χιούγκο Ερικ ή «Grub», τον οποίο μεγάλωσε μέσα στη ζούγκλα σε ένα προστατευτικό κλουβί ώστε να μην τον αγγίξουν οι χιμπαντζήδες.

Σύντομα η Γκούντολ παρατήρησε τον Γκρέιμπιρντ να δαγκώνει ένα κομμάτι κρέας – ένα γουρουνάκι – καταρρίπτοντας την πεποίθηση ότι οι χιμπαντζήδες είναι αυστηρά φυτοφάγοι. Άλλες φορές, ομάδες αρσενικών παγίδευαν κολοβούς πιθήκους (colobus: είναι ένα γένος αφρικανικών πρωτευόντων που ξεχωρίζουν για την ασυνήθιστη ανατομία τους - σε αντίθεση με άλλους πιθήκους δεν έχουν αντίχειρες), σκαρφαλώνοντας στα δέντρα και κλείνοντας όλες τις οδούς διαφυγής ώστε ένας να τους αρπάξει – μια μορφή συνεργατικού κυνηγιού που αποκάλυπτε στρατηγικές και ιεραρχία. Η Γκούντολ, που είχε αρχίσει να μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην παρατήρηση και την οικογένεια, κατέγραφε αυτά τα γεγονότα σε λεπτομερείς σημειώσεις.

Εκεί κάπου εμφανίζεται και ο έρωτας
Ο Χιούγκο Άρντ Ρόντολφ, Βαρώνος βαν Λάουικ ήταν Ολλανδός κινηματογραφιστής και φωτογράφος άγριας ζωής. Γεννήθηκε στη Σουραμπάγια της τότε Ολλανδικής Ανατολικής Ινδίας και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 εγκαταστάθηκε στην Αφρική για να κυνηγήσει το όνειρό του να καταγράφει ζώα· το 1962, μετά από σύσταση του Λούις Λίκι, το National Geographic τον έστειλε στο πάρκο Γκόμπε για να φωτογραφίσει την έρευνα της Τζέιν Γκούντολ. Ο βαν Λάουικ έγινε γνωστός για την κινηματογράφηση με επίκεντρο το άτομο – αντί για γενικές λήψεις επεδίωκε να αναδείξει τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά κάθε ζώου – και έφτιαξε ντοκιμαντέρ όπως το «People of the Forest» που σύστησαν στο ευρύ κοινό τη Φλο, τη Φίφι και τον Φλιντ. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του κατέκτησε οκτώ βραβεία Emmy και θεωρείται μέντορας μιας νέας γενιάς κινηματογραφιστών άγριας ζωής.
Η επαγγελματική αποστολή του στο Γκόμπε έφερε και την καθοριστική συνάντηση με την Τζέιν Γκούντολ. Η ίδια θυμάται ότι, όταν το National Geographic ανακοίνωσε ότι θα στείλει τον βαν Λάουικ να την φωτογραφίσει, ήταν διστακτική· φοβόταν ότι η παρουσία του θα τρόμαζε τους χιμπαντζήδες και θα υπονόμευε το έργο της. Γρήγορα όμως διαπίστωσε ότι ο νεαρός Ολλανδός “αγαπούσε τα ζώα” και ήθελε να χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία ως μέσο για να μοιραστεί αυτή τη σχέση με το κοινό. Παντρεύτηκαν στις 28 Μαρτίου 1964 στο Λονδίνο και απέκτησαν έναν γιο, τον Χιούγκο Έρικ Λουίς, το 1967. Η σχέση τους διαλύθηκε σταδιακά όταν το National Geographic σταμάτησε να χρηματοδοτεί τα ταξίδια του στο Γκόμπε: εκείνος έπρεπε να κινηματογραφεί στο Σερενγκέτι ενώ η Γκούντολ δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τους χιμπαντζήδες, και έτσι χώρισαν το 1974 παραμένοντας φίλοι.

Η Φλο, η Φίφι, ο Φλιντ και ο Φίγκαν
Η πιο τρυφερή πτυχή της έρευνας της Γκούντολ ήταν η καθημερινή παρατήρηση των οικογενειακών δεσμών. Η Φλο, μια ηλικιωμένη θηλυκή, σπάνια άφηνε τα μικρά της: ο γιος της Φλιντ την ακολουθούσε στην πλάτη μέχρι να πεθάνουν μαζί το 1972, και η απώλειά τους την συγκλόνισε τόσο που η βρετανική εφημερίδα Sunday Times δημοσίευσε νεκρολογία για τη Φλο. Η κόρη της, η Φίφι, έγινε με τη σειρά της μητέρα εννέα μικρών και εξελίχθηκε σε κυρίαρχη μητριάρχισσα. Η Γκούντολ παρατήρησε ότι καλές μητέρες δημιουργούσαν καλές κόρες: οι χιμπαντζήδες μαθαίνουν τη μητρότητα μέσω μίμησης και πρακτικής. Παρακολουθώντας την Φλο, τη Φίφι και τον επιθετικό γιο της Φίγκαν, η Γκούντολ κατέγραψε ένα περίπλοκο σύστημα τάξεων όπου οι δεσμοί φιλίας και η ικανότητα να πετυχαίνει κανείς ακριβεία στο πέταγμα αντικειμένων (ιδιότητα σπάνια για τα θηλυκά, αλλά παρούσα στη Φίφι) καθόριζαν την εξουσία. Στο μεταξύ, η ίδια η Γκούντολ μοιραζόταν την καθημερινότητα με τον μικρό γιό της που του είχε δώσει το παρατσούκλι Γκραμπ, και του είχε φτιάξει ένα προστατευτικό κλουβί για να τον κρατά ασφαλή από τους χιμπαντζήδες · αργότερα θα έφευγε για σπουδές στην Αγγλία και η μητέρα του θα έμενε μόνη στο Γκόμπε, ζώντας για το έργο της.
Ένας άγριος πόλεμος
Η ειδυλλιακή εικόνα της κοινωνίας των χιμπαντζήδων κλονίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η Γκούντολ ήταν μάρτυρας μιας τετραετούς σύρραξης μεταξύ δύο ομάδων στο Γκόμπε. Αρσενικοί της ομάδας Κασακέλα δολοφονούσαν συστηματικά μέλη της ομάδας Καχάμα· ένας χιμπαντζής ονόματι Σατανάς ρουφούσε αίμα από έναν τραυματισμένο αντίπαλο, ο γέρος Ροντόλφ εκτόξευσε ένα βράχο, ο Τζομέο έσκισε το δέρμα από τον μηρό του Ντε, ενώ ο Φίγκαν χτυπούσε επανειλημμένα τον Γολιάθ. Η Τζέιν είδε επίσης τη μητέρα και κόρη Πάσιον και Πομ να σκοτώνουν και να τρώνε βρέφη άλλων χιμπαντζήδων. Η Γκούντολ, που μέχρι τότε πίστευε ότι οι χιμπαντζήδες ήταν καλύτεροι από τους ανθρώπους, σοκαρίστηκε, αλλά κατέγραψε επίσης τις τελετουργικές συμφιλιώσεις και τις ανταλλαγές τροφής που ακολουθούσαν τις επιθέσεις.
Μετά το διαζύγιό της, το 1975, παντρεύτηκε τον Ντέρεκ Μπράισον, τότε διευθυντή των εθνικών πάρκων της Τανζανίας, ο οποίος υποστήριξε τη δημιουργία του Εθνικού Πάρκου Γκόμπε. «Αν δεν είχα παντρευτεί τον Μπράισον, δεν θα υπήρχε Γκόμπε σήμερα», δήλωσε αργότερα, αναγνωρίζοντας ότι τα πιο σκοτεινά ευρήματα της έρευνάς της έχρηζαν προστασίας. Δυστυχώς, ο Μπράισον πέθανε από καρκίνο το 1980, αφήνοντας τη Γκούντολ χήρα και μόνη, αλλά αποφασισμένη να συνεχίσει την αποστολή της στον αγώνα για τη διατήρηση και την κατανόηση των χιμπαντζήδων.

Τζέιν Γκούντολ: Ζωή μπροστά στον φακό
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η Γκούντολ ανακάλυψε ότι η έρευνα δεν αρκεί αν δεν συνοδεύεται από αφήγηση. Το 1963 το National Geographic δημοσίευσε το πρώτο εξώφυλλο και άρθρο για το έργο της με τίτλο “Η ζωή μου ανάμεσα στους άγριους χιμπαντζήδες”, μεταφέροντας την ίδια και τα ζώα της στο καθιστικό εκατομμυρίων αναγνωστών. Δυο χρόνια αργότερα η εταιρεία παρήγαγε την ταινία «Miss Goodall and the Wild Chimpanzees», η οποία πρόβαλε διεθνώς τις πρώτες της παρατηρήσεις. Για πρώτη φορά, ο κόσμος έβλεπε σε έγχρωμη οθόνη τον Ντέιβιντ Γκρέιμπιρντ να ψαρεύει τερμίτες και την Φλο να θηλάζει τα μικρά της — εικόνες που ως τότε υπήρχαν μόνο σε επιστημονικά ημερολόγια.
Η ίδια η Γκούντολ παραδεχόταν ότι ήταν αδέξια μπροστά στο φακό. Αρχικά την παρουσίαζαν σαν η «Ωραία και το Θηρίο» ή «Το κορίτσι του Geographic», κάτι που την έκανε να νιώθει άβολα. Σύντομα όμως συνειδητοποίησε ότι η φύση και οι χιμπαντζήδες χρειαζόταν τα μέσα: οι φωτογραφίες, τα άρθρα και οι ταινίες κατέστησαν την έρευνά της διάσημη και της έδωσαν βήμα να μιλήσει.
Η μεγάλη επιτυχία των τηλεοπτικών specials και των ταινιών βρισκόταν στη σύνδεση του επιστημονικού δεδομένου με το προσωπικό αφήγημα. Η Γκούντολ δεν παρουσίαζε τους χιμπαντζήδες ως ανώνυμα δείγματα αλλά ως χαρακτήρες με ιστορίες, επιτυχίες και τραγωδίες. Οι τηλεθεατές δεν μάθαιναν απλώς ότι οι χιμπαντζήδες χρησιμοποιούν εργαλεία· έβλεπαν τον Γκρέιμπιρντ να ψαρεύει, τη Flo να μαθαίνει στη Fifi να είναι μητέρα, τον Φίγκαν να μάχεται για εξουσία. Έτσι, η επιστημονική γνώση γινόταν προσιτή, συγκινητική και πολιτικά φορτισμένη: η ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που είχε το κουράγιο να κοιτάξει στα μάτια τους συγγενείς μας και να αφηγηθεί τις ζωές τους στον κόσμο.
Η Μις Γκούντολ και η βασίλισσα
Στο κλίμα της δεκαετίας του 1960, η δημοσιότητα δεν ήταν πάντα ευγενική με μια νεαρή, όμορφη ερευνήτρια. Η ίδια θυμάται ότι ο θείος της, ο σερ Μάικλ Σπενς, ήθελε να την παρουσιάσει ως δεσποινίδα στο Μπάκιγχαμ· παραμονές του ταξιδιού της στην Αφρική την έβαλε στη σειρά για να χαιρετήσει τη βασίλισσα και οι συνομήλικες της τη ρωτούσαν αν ονειρευόταν να γίνει κυρία επί των τιμών. “Απολύτως όχι — θέλω να ζήσω ανάμεσα σε άγρια ζώα”, απάντησε, προκαλώντας τους να την κοιτάξουν σαν εξωγήινη.
Όταν αργότερα ταξίδεψε στις ΗΠΑ για να δώσει διαλέξεις, τα αμερικανικά μέσα στάθηκαν περισσότερο στη «ξανθιά με τα μακριά πόδια» παρά στην επιστήμονα. Μερικοί ερευνητές αποδοκίμασαν τις παρατηρήσεις της εξαιτίας αυτού του σεξιστικού προφίλ, όμως η ίδια δεν πτοήθηκε: «Δεν με πείραζε· αν τα πόδια μου βοηθούσαν να βρεθούν χρήματα για να επιστρέψω στο Γκόμπε, τόσο το καλύτερο». Η γενναιόδωρη δημοσιότητα της έδωσε βήμα και κατέστησε τους χιμπαντζήδες αγαπητούς στο κοινό· παράλληλα, η πορεία της έδειξε σε χιλιάδες νεαρές γυναίκες ότι μια επιστημονική καριέρα δεν προϋποθέτει να ταιριάζεις σε προκαθορισμένα πρότυπα.
Έτσι, από «ξένο σώμα» σε μια ανδροκρατούμενη επιστήμη, η Γκούντολ έγινε είδωλο: προσωπικές εξομολογήσεις και φωτογραφίες της στα δάση έδιναν πρόσωπο στα επιστημονικά δεδομένα, ενώ η υπομονή και η αποφασιστικότητά της πείθουν ακόμη και σήμερα νέες ερευνήτριες ότι μπορούν να ακολουθήσουν τα όνειρά τους.

Η ακτιβίστρια Τζέιν Γκούντολ
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η Τζέιν Γκούντολ συνειδητοποίησε ότι η παρθένα ζούγκλα γύρω από το Γκόμπε εξαφανιζόταν. Σε ένα συνέδριο πρωτευοντολογίας το 1986 άκουσε διαδοχικούς ομιλητές να μιλούν για την αποψίλωση των δασών και, λίγο αργότερα, είδε από το αεροπλάνο γυμνούς λόφους εκεί όπου άλλοτε υπήρχαν δάση. Αυτή η αποκάλυψη τη μετέτρεψε από παρατηρήτρια σε ακτιβίστρια: Είχε ιδρύσει το Jane Goodall Institute το 1977 και το 1991 το παγκόσμιο πρόγραμμα νέων Roots & Shoots, βάζοντας στο επίκεντρο τις τοπικές κοινότητες και τους νέους. Για να μεταδώσει το μήνυμα, ταξίδευε περίπου 300 ημέρες τον χρόνο δίνοντας ομιλίες και συναντώντας ηγέτες – ακόμη και στη δεκαετία των ενενήντα της ετών. Κουβαλούσε πάντα μαζί της τον Mr. H, ένα λούτρινο μαϊμουδάκι που της χάρισε ο τυφλός πρώην πεζοναύτης και μάγος Γκάρι Χάουν· ο Mr. H ταξίδεψε σε πάνω από 65 χώρες και συμβόλιζε για τη Γκούντολ ότι «τίποτα δεν είναι αδύνατο». Στα 90ά της γενέθλια, η οργάνωση Wildlife Conservation Network οργάνωσε έναν “χαιρετισμό 90 σκύλων” σε μια παραλία στο Κάρμελ: η Γκούντολ πέταγε ξύλα στη θάλασσα για δεκάδες σκυλιά όλων των μεγεθών. Αργότερα περιέγραψε τη σκηνή ως εικόνα του παραδείσου.
Όταν γιόρταζε την 90ή της χρονιά ταξιδεύοντας ασταμάτητα, έλεγε ότι «έχω περάσει πέντε μέρες στο σπίτι από τον Ιανουάριο». Παρά την ηλικία της, δεν σκόπευε να αποσυρθεί· σε πρόσφατη συνέντευξη δήλωσε πως «αυτή η αποστολή μού δίνει ζωή». Η δράση της διαρκώς διευρυνόταν: πάλεψε για τη βελτίωση των συνθηκών αιχμαλωσίας των χιμπαντζήδων, ίδρυσε καταφύγια για ζώα από εργαστήρια και το εμπόριο κρέατος, ενθάρρυνε παιδιά να κάνουν μικρές πράξεις για το περιβάλλον και αγωνίστηκε να αναγνωριστεί η συναισθηματική ζωή των ζώων.
Μέχρι την τελευταία στιγμή παρέμενε πρέσβειρα της ελπίδας: έγραφε βιβλία για την αντίσταση στην απόγνωση και πίστευε ότι «χρειάζεται να έχεις ελπίδα για να αρχίσεις, αλλά με τη δράση γεννάς περισσότερη ελπίδα». Η ζωή της έδειξε ότι η επιστήμη και η ανθρωπιά μπορούν να συνυπάρχουν. Η κληρονομιά της είναι μια διαρκής υπενθύμιση ότι η αγάπη για τη φύση μετατρέπεται σε κίνηση για αλλαγή – μια ζωή που μας καλεί να ακούσουμε τις φωνές όσων δεν μπορούν να μιλήσουν.
Αναζητώντας ήρωες
Καθώς έγραφα αυτό το αφιέρωμα, συνειδητοποίησα με κάποια ντροπή πως το όνομα της Τζέιν Γκούντολ είχε σιωπηλά καταχωνιαστεί σε μια γωνιά της μνήμης μου. Στον κόσμο της υπερπληροφόρησης, ακόμη και οι πιο φωτεινές μορφές χάνονται ανάμεσα στις ειδήσεις της ημέρας. Ο θάνατός της έγινε η αφορμή να ξαναβρώ αυτό το ξεχασμένο νήμα, να ακολουθήσω τα βήματά της μέσα στο δάσος και να θυμηθώ πόσο βαθιά μπορεί να επηρεάσει ένας άνθρωπος τη σχέση μας με τα άλλα πλάσματα. Η επανασύνδεση με την ιστορία της μού θύμισε ότι συνεχίζεται η περιπέτεια της αναζήτησης προσωπικών μου ηρώων και ηρωίδων σε αυτό τον κόσμο.
Δειτε περισσοτερα
Ο κτηνίατρος και βιολόγος εξηγεί γιατί πολλές φορές η «αγάπη» από και προς τα εξωτικά ζώα είναι πολύ πιο περίπλοκη υπόθεση απ’ όσο νομίζουμε
Ο Νίκος Θεοδωρίδης, πρόεδρος του Ιδρύματος Γ. Ζογγολόπουλου και ανιψιός του γλύπτη, μας αποκαλύπτει λεπτομέρειες για τα έργα και τον χαρακτήρα του
Ποιες είναι οι τοπ ταινίες που κάνουν την πανελλαδική τους πρεμιέρα στο 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας»